- αγγελόκρουσμα
- το [αγγελοκρούω]1. αιφνίδιο θανατηφόρο πλήγμα, που καταφέρεται από τον άγγελο τού θανάτου, ή ασθένεια που προξενεί ακαριαίο θάνατο2. επιθανάτιος ρόγχος, ψυχορράγημα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγγελόκρουσμα — το, ατος και αγγελοκρουσμός, ο η επιθανάτια αγωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελόσκιασμα — το, ατος το αγγελόκρουσμα, η επιθανάτια αγωνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)